- ἀδιέργαστος
- ἀδι-έργαστος, ον,A not wrought out, unfinished, Isoc.12.268, Poll.6.143. Adv. -τως ib.144.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδιέργαστος — η, ο (Α ἀδιέργαστος, ον) [διεργάζομαι] αυτός που δεν τού έγινε ολοκληρωμένη επεξεργασία, αδούλευτος, ανεπεξέργαστος, ατελείωτος … Dictionary of Greek
ἀδιεργάστως — ἀδιέργαστος not wrought out adverbial ἀδιέργαστος not wrought out masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιέργαστον — ἀδιέργαστος not wrought out masc/fem acc sg ἀδιέργαστος not wrought out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιέργαστα — ἀδιέργαστος not wrought out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)